- σιγαροποιία
- η, Ν1. κατασκευή τσιγάρων και πούρων2. η βιομηχανία παραγωγής τσιγάρων και πούρων, καπνοβιομηχανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιγαροποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.